Σημαντικό:

Αν δε βλέπετε σωστά την ιστοσελίδα με Internet Explorer χρησιμοποιείστε Mozilla Firefox είτε Google Chrome.

18 Μαΐ 2013

ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ “ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΩΝ”



Σε αμέσως προηγούμενες αναρτήσεις μας έχουμε επισημάνει τον ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ τρόπο με τον οποίο μεθοδεύτηκε και υλοποιήθηκε η υποβολή των από 2-7-2012 “ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΩΝ” του Δήμου Διονύσου, τις οποίες συνέταξε ο δικηγόρος κ. Νικόλαος-Κομνηνός Χλέπας και οι οποίες  στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. πρωτ. 17390/899/20-4-2012 Πράξης Χαρακτηρισμού του Δασάρχη Πεντέλης, με αποτέλεσμα, πρακτικά, να έχει “μπλοκαριστεί” η έκδοση οικοδομικών αδειών σε ΜΗ ΔΑΣΙΚΗ έκταση χιλίων σαράντα στρεμμάτων στη θέση “Οικισμός Αγ. Στεφάνου”, εδώ και ένα έτος περίπου.

Οι πιό πάνω αναρτήσεις σκοπό είχαν να αναδείξουν τον απατηλό και, ουσιαστικά, εξωθεσμικό χαρακτήρα μεθόδευσης της όλης σχετικής ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ.
Εν τοιαύτη περιπτώσει, θα μπορούσε να θέσει κανείς το ζήτημα αν, ανεξαρτήτως του σκανδαλώδους τρόπου με τον οποίο μεθοδεύτηκε η υποβολή τους, οι εν λόγω “ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ”, με το ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ περιεχόμενο που έχουν, συνεισφέρουν, ναι ή όχι, στην επίλυση του ζητήματος.

Τα ΒΑΣΙΚΑ επιχειρήματα που προβάλλονται στις εν λόγω “ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ” είναι ότι:

1. Τα όρια του οικισμού του Αγ. Στεφάνου «έχουν διαπιστωθεί ήδη από το έτος 1940 σύμφωνα με το νόμο, εξακολούθησαν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες, δεδομένου ότι η ως άνω πράξη 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. ουδέποτε ανακλήθηκε ή ακυρώθηκε, περιάπτεται δε πλήρως του τεκμηρίου νομιμότητας» (σελ. 23 “ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΩΝ”).
2. Η υπ’ αριθμ. ΥΠ 30628/2903/28-9-1976 νομαρχιακή απόφαση καθορισμού των ορίων του οικισμού του Αγ. Στεφάνου «εκδόθηκε από το κατά τη νομοθεσία περί αποκεντρώσεως αρμόδιο όργανο, είναι ισχυρή και εξακολουθεί να δεσμεύει όλες τις αρμόδιες υπηρεσίες» (σελ. 25 “ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΩΝ”).

Στα αμέσως επόμενα, σε ό,τι αφορά τα πιό πάνω επιχειρήματα (και όχι μόνον), θα αναφερθούμε στα υπαρκτά ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ του ζητήματος και όχι στα ΕΠΙΘΥΜΗΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΠΟΥ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ, ιδεατά, να διέπουν ζήτημα σε μιά κατάσταση ΟΡΘΗΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΗΣ αντιμετώπισής του.
Διότι, όταν το επιθυμητό (έστω και αν είναι ορθό και δίκαιο) εμφανίζεται ως πραγματικό, όπως συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση, τότε πρόκειται για το χειρισμό της υπόθεσης στη βάση μιάς ΕΙΚΟΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ, η οποία, ανεξάρτητα του ότι, ιδεατά,  απεικονίζει το ορθό και το δίκαιο, αποπροσανατολίζει και, όχι μόνον δε συνεισφέρει στην επίλυση του προβλήματος, παρά, δια της μεθόδου του χαϊδέματος των αυτιών, συνεισφέρει στη διαιώνισή του.

Λοιπόν, σε ό,τι αφορά τα πιό πάνω επιχειρήματα, έχει κριθεί στην 264/2005 απόφαση του Σ.τ.Ε. ότι «προ του Ν. 947/1979 και των κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 62 παραγράφου 8 του νόμου τούτου εκδοθέντων Π.Δ. της 21.11/1.12.1979 (Δ' 693) και της 2/13.3.1981 (Δ' 138), δεν υφίσταντο, ούτε στο Ν.Δ. της 17.7/16.8.1923, ούτε στη λοιπή πολεοδομική νομοθεσία, διατάξεις, που να καθορίζουν αρμοδιότητες και διαδικασία προς έκδοση πράξεως για τη διαπίστωση της υπάρξεως οικισμού διαμορφωθέντος ήδη προ του 1923 και την εξακρίβωση, βάσει των προ του 1923 υφισταμένων πραγματικών δεδομένων, των ορίων του εν λόγω οικισμού. Κατά συνέπεια, οι κατά καιρούς εκδοθείσες, προ της θεσπίσεως του Ν. 947/1979 και των κατ’ εξουσιοδότηση τούτου εκδοθέντων Π.Δ., κανονιστικές υπουργικές αποφάσεις, με  τις οποίες θεσπίσθηκαν κανόνες, αφορώντες στη διαδικασία καθορισμού των ορίων αυτών, ήσαν ανίσχυρες, ως μη ευρίσκουσες έρεισμα σε σχετική νομοθετική εξουσιοδότηση∙ εν όψει τούτου, ανίσχυρες είναι και οι εκδοθείσες κατ' επίκληση των ανωτέρω κανονιστικών υπουργικών αποφάσεων διοικητικές πράξεις, με τις οποίες επιχειρείται ο καθορισμός των ορίων οικισμού προϋφισταμένου του 1923 και οι οποίες έχουν, ομοίως, κανονιστικό χαρακτήρα, ως συνεπαγόμενες την υπαγωγή των ακινήτων που βρίσκονται στην οριοθετουμένη περιοχή στο κανονιστικό, από πολεοδομικής απόψεως, καθεστώς των προ του 1923 υφισταμένων οικισμών (βλ. ΣτΕ 2513/2001, 1503/1997, 730/1996, 1742/1994, 2345/1987, 1060/1985 κ.λπ.). Μεταξύ δε των εν λόγω ανισχύρων πράξεων, με τις οποίες επιχειρήθηκε ο προσδιορισμός των ορίων οικισμού, φερομένου ως προϋφισταμένου του 1923, περιλαμβάνεται (βλ. σχετικώς ΣτΕ 1060/1985, 2425-6/1982, 2698/1981) και η υπ’ αριθμ. 30628/2903/28.9-7.10.1976 απόφαση του Νομάρχη Αττικής «Περί καθορισμού ορίων οικισμού Αγίου Στεφάνου νομίμως προϋφισταμένου του έτους 1923» (Δ΄ 311), εκδοθείσα κατ' επίκληση της ανίσχυρης, για τους εκτεθέντες ανωτέρω λόγους, υπ' αριθμ. Ε. 35400/6.12.1975 αποφάσεως του Υπουργού Δημοσίων Έργων «Περί τρόπου καθορισμού των ορίων οικισμού προ του 1923, στερουμένων σχεδίων ρυμοτομίας» (Δ' 10).»
Επί πλέον, σε ό,τι αφορά ειδικότερα την πράξη 12033/40, έχει κριθεί παγίως (Σ.τ.Ε. 2698/81, 2425/82, 2426/82, 1060/85 κ.α.) ότι αυτή αντικαταστάθηκε από την 30628/2903/1976 όμοιά της.
Έχουμε, λοιπόν, μία πάγια νομολογία του Σ.τ.Ε., βάσει της οποίας:
  • Οι υπ’ όψιν πράξεις ετών 1940 και 1976, όχι μόνον δεν έχουν εκδοθεί νόμιμα αλλά ούτε καν μπορούσαν να έχουν εκδοθεί νόμιμα, λόγω ανυπαρξίας αντιστοίχου νομοθετικού πλαισίου.
  •  Η πράξη του 1940 έπαυσε υφισταμένη αφ’ ης εκδόθηκε η πράξη του 1976.
  • Η πράξη του 1976 (όπως και η πράξη του 1940, μέχρι να παύσει υφισταμένη το 1976) είναι ανίσχυρη, στερείται κύρους και εκτελεστότητας και, ως εκ τούτου, δε δεσμεύει τις δημόσιες (διοικητικές) είτε και δικαστικές αρχές.

Συμπέρασμα: Τα πιό πάνω υπό στοιχεία 1 και 2 επιχειρήματα είναι ΠΛΗΡΩΣ ΑΠΟΔΟΜΗΜΕΝΑ από την πάγια νομολογία του Σ.τ.Ε.

Με δεδομένη την προεκτεθείσα νομολογιακή αντιμετώπιση του ζητήματος, το Σ.τ.Ε. προχώρησε σε αποφάσεις με τις οποίες ο οικισμός Αγ. Στεφάνου αντιμετωπίζεται ως περιοχή “εκτός σχεδίου”.
Ενδεικτικά, μνημονεύονται οι Σ.τ.Ε. 2698/81 και 264/2005.
Με την πρώτη, “νομιμοποιείται” προεδρικό διάταγμα, με το οποίο θεσπίζονται σε περιοχή του οικισμού του Αγ. Στεφάνου «αυστηροί όροι και περιορισμοί δομήσεως αφορώντες περιοχάς μη εχούσας αστικό χαρακτήρα κατά τροποποίησιν, επί το δυσμενέστερον, των δια του από 6/17-10-1978 π. διατάγματος (ΦΕΚ 538 Δ΄) τεθέντων όρων και περιορισμών δια την εκτός σχεδίου δόμησιν», ενώ, με την δεύτερη, “νομιμοποιείται” η 844/22-3-1982 νομαρχιακή αναδασωτική πράξη εντός των ορίων του ιδίου οικισμού, γεγονός που παραπέμπει στην αντιμετώπιση της περιοχής ως “εκτός σχεδίου”.

Αντίστοιχου τύπου νομολογία, βεβαίως, υπήρξε και για πλείστες όσες άλλες παρόμοιες περιπτώσεις οικισμών, με αποτέλεσμα το σύνολο σχεδόν των οικισμών της χώρας των προϋφισταμένων του έτους 1923 να περιπέσουν στην αυτή ως άνω κατάσταση, χαρακτηρισθέντες εν τέλει (με αφορμή και πρόσχημα τη νομολογία αυτή του Σ.τ.Ε.) νομοθετικά, ως «Οικισμοί στερούμενοι νόμιμης έγκρισης», οι οποίοι αντιμετωπίζονται ως περιοχές “εκτός σχεδίου”. 
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 24 του ν. 3889/2010 «Οικισμοί στερούμενοι νόμιμης έγκρισης», καταρτίζονται δασικοί χάρτες που περιλαμβάνουν και τις εκτάσεις των οικισμών αυτών, μεταξύ των οποίων και ο οικισμός Αγ. Στεφάνου, ενώ από την πολεοδόμηση της περιοχής των οικισμών αυτών «εξαιρούνται τα τμήματα που διατηρούν το δασικό χαρακτήρα τους και παραμένουν εκτός σχεδίου» (παρ. 4.α. άρθρου 24 ν. 3889/2010).
Επίσης, κατ’ άρθρο 24 παρ. 5 του ν. 3889/2010, σε ό,τι αφορά και τις περιοχές των οικισμών των στερούμενων νόμιμης έγκρισης, όπως τυγχάνει ο οικισμός του Αγ. Στεφάνου: «Από την ανάρτηση του δασικού χάρτη, η έκδοση οικοδομικών αδειών για την εκτέλεση οιουδήποτε έργου... επιτρέπεται μόνον σύμφωνα με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, ύστερα από άδεια της αρμόδιας δασικής αρχής,...», ενώ, κατ’ άρθρο 24 παρ. 6 του ν. 3889/2010: «Μέχρι την ανάρτηση του αντίστοιχου δασικού χάρτη, η έκδοση νέων οικοδομικών αδειών..... επιτρέπεται μόνον αν βεβαιώνεται από το οικείο Δασαρχείο ότι ο χαρακτήρας τους δεν είναι δασικός».
Δηλαδή, βάσει των άνω διατάξεων νόμου, είτε πριν είτε μετά την ανάρτηση του δασικού χάρτη, η ανοικοδόμηση στις περιοχές των οικισμών των στερουμένων νόμιμης έγκρισης επιτρέπεται μόνον εφ’ όσον αυτές έχουν προηγουμένως χαρακτηριστεί, σύμφωνα με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, ως μη δασικές και, πάντοτε, κατόπιν αδείας της οικείας δασικής αρχής, γεγονός που παραπέμπει ευθέως στην αντιμετώπιση των πιό πάνω περιοχών, όπως τυγχάνει και ο Άγιος Στέφανος, ως περιοχών “εκτός σχεδίου”.

Συμπερασματικά, με το άρθρο 24 του ν. 3889/2010, έχουμε, πλέον, πέραν της νομολογιακής, και τη νομοθετική αντιμετώπιση των εκτάσεων που καταλαμβάνουν οι «οικισμοί οι στερούμενοι νόμιμης έγκρισης» ως περιοχών “εκτός σχεδίου”.

Μία παρέμβαση σε οποιοδήποτε πρόβλημα δεν είναι δυνατόν να συνεισφέρει στην επίλυσή του αν σπρώχνει τα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ του ζητήματος “κάτω από το χαλί”. Και, εν όψει των προεκτεθέντων, στη συγκεκριμένη περίπτωση περί αυτού ακριβώς πρόκειται, με αποτέλεσμα, ενώ είναι πλέον ή βέβαιον ότι οι εν λόγω “ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ” δε θα ευδοκιμήσουν, αυτές να συνεπάγονται, πρακτικά, το “μπλοκάρισμα” της έκδοσης οικοδομικών αδειών σε χιλιάδες μικροϊδιοκτησίες, εδώ και ένα έτος περίπου.

Στην από 9-5-2013 σχετική με το ζήτημα επιστολή του, ο κ. Χλέπας, προφανώς εκφράζοντας και τον κύκλο των ανθρώπων που, εξωθεσμικά, μεθόδευσαν την υποβολή των εν λόγω “ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΩΝ”, δικαιολογεί την υποβολή και την ουσία του περιεχομένου των “ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΩΝ” αυτών με το επιχείρημα ότι τυχόν μη υποβολή τους θα ενείχε τον κίνδυνο της αντιμετώπισης της περιοχής του οικισμού ως “εκτός σχεδίου”.
Όμως, υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, βάσει των οποίων η αντιμετώπιση της εν λόγω περιοχής ως “εκτός σχεδίου”, τόσο νομολογιακά όσο και νομοθετικά, είναι, πλέον, παγιωμένο καθεστώς, η πιό πάνω δικαιολογία όχι μόνον δεν πείθει αλλά, επιπροσθέτως, ελέγχεται και ως παραπλανητικού περιεχομένου.
Διότι, πως είναι δυνατόν να προβάλλεται ως δικαιολογία υποβολής των “ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΩΝ” ο κίνδυνος της αντιμετώπισης της περιοχής του οικισμού ως “εκτός σχεδίου”, καθ’ ην στιγμή, με τα πραγματικά δεδομένα του ζητήματος, είναι πλέον ή βέβαιον ότι το αποτέλεσμα που θα προκύψει από τη διαδικασία εκδίκασής τους είναι αυτό ακριβώς, δηλαδή να εκδοθούν νέες και “επικαιροποιημένες” δυσμενείς διοικητικές είτε και δικαστικές αποφάσεις, με τις οποίες θα επανεπιβεβαιώνεται η θεσμοθετημένη ως άνω, νομολογιακά και νομοθετικά, αντιμετώπιση της έκτασης που καταλαμβάνει ο οικισμός ως περιοχής “εκτός σχεδίου”;

Υ.Γ. Έπεται η ανάρτηση “ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΑΦΙΕΡΩΣΗ”, που αποτελεί συνέχεια και αναπόσπαστο τμήμα της παρούσης ανάρτησης.